- μεσοφλέβιον
- μεσο-φλέβιον, τό,A space between two veins, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσοφλέβιον — μεσοφλέβιον, τὸ (Α) το μεταξύ τών φλεβών διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + φλέβ ιον < φλέψ, φλεβός] … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek